-Τρέξε! Φύγε μακριά να μη σε πιάσουν! Διατάζει ο φόβος κι εκείνη υπακούει.
Τρέχει μες στην αξημέρωτη πόλη σαν τρελή.
Στο φανάρι στέκεται μια στιγμή. Ακουμπά την πλάτη στο κρύο σίδερο, παγώνει. Τα χέρια κρέμονται μακριά απ’ το σώμα. Για λίγο κι αν τ’ αγκαλιάσουν, θα το κάνουν συνένοχο.
Τρέχει τώρα προς τη φωτιά που ‘χουν ανάψει οι άστεγοι. Να ζεσταθεί, να πάρει μια ανάσα.
Κουρνιάζει στην κουβέρτα που της δίνει μια γυναίκα. Τα χέρια αφήνει απ’ έξω, μακριά απ’ το σώμα.
«Είναι επικίνδυνο να βγάζεις βόλτα τα δάκρυά σου το βράδυ στην πόλη.», την αγκαλιάζει η γυναικεία φωνή.
Ζεσταίνεται εκείνη κι εξομολογείται το έγκλημά της. Τη ζωή της.
Σπίτι παλάτι της έταξε. Σε φρούριο βρέθηκε.
Με σύρτες στις πόρτες για τους πειρασμούς. Γιατί ήταν μικρή κι άλλον άντρα δεν είχε γνωρίσει.
Με κάγκελα στα παράθυρα για τους εγκληματίες. Γιατί τόσο ήταν ευτυχισμένοι, που γίνονταν στόχος.
Με καβούρια στις τσέπες εκείνος, για τις δύσκολες στιγμές. Γιατί είχαν μικρό παιδί ν’ αναστήσουν.
Τον ουρανό με τ’ άστρα της έταξε. Μονάχα το ταβάνι μπορούσε να δει. Όταν εκείνος τη βίαζε.
«Το παλάτι θέλει δυο να το χτίσουν για να στεριώσει. Κι ο ουρανός χαρίζει τ’ άστρα του, αν τον κοιτάξουν δυο μαζί.»
Πέρασε ο καιρός. Εκείνη ξέχασε να ζει χωρίς το φόβο. Κι εκείνος την άφηνε ελεύθερη τα πρωινά να περπατά μόνη μες στην πόλη. Κι ο ουρανός χαμήλωνε τα βράδια ν’ ακούσει το παράπονό της. Και την πλάκωνε. Τ’ άστρα φτερούγιζαν μονάχα στις παιδικές αναμνήσεις και την περιγελούσαν.
Δεν το σχεδίασε. Όταν σχόλασε το παιδί, μπήκε στην τάξη. Τα χέρια της άρπαξαν μια κιμωλία. Κόκκινη. Κι έγραψαν «Σ’ ΑΓΑΠΩ» στο δρόμο. Έξω από το σπίτι του ταχυδρόμου. Που της χαμογελούσε κάθε που την έβλεπε πίσω από τα κάγκελα.
«Έχεις χαράξει τη ζωή σου πλάι στους γκρεμούς.» λέει η γυναικεία φωνή. «Κι ο βράχος σου μοιάζει με λιβάδι. Μα, δεν είναι!»
«Θα με ανακαλύψει!» λέει εκείνη τρέμοντας από το φόβο. «Θα δει τη σκόνη από την κιμωλία στα χέρια και θα με σκοτώσει!»
Δίπλα της κανένας. Και η γυναικεία φωνή; Με τον εαυτό της μιλούσε! Πρώτη φορά χωρίς το φόβο ανάμεσά τους... Ώστε έχει έναν εαυτό που σκέφτεται τόσο ψύχραιμα και όμορφα;
Στην τσέπη έχει μείνει ένα κομματάκι κιμωλία. Αρκεί! Για να γράψει κάτι στο δρόμο για το παιδί της. Και για την ίδια: «Σ’ ΑΓΑΠΩ».
Ήταν η συμμετοχή μου στο Παιχνίδι με τις λέξεις, που διοργανώνει τόσο όμορφα η Μαρία.
Καλημέρα Αλεξάνδρα μου. Με ανατρίχιασε η συμμετοχή σου. Φόβος....αυτός που διαλύει ψυχές και η ζωή-φυλακή ....Και το τέλος πόνος ψυχής!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια για το κείμενο σου που είναι βγαλμένο από τη ζωή
Φιλάκια πολλά
Κομματάκια κάνει ο φόβος και την ψυχή και το μυαλό...
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ για το πέρασμά σου κι από εδώ!
Πολύ ωραία γραφή. Συγχαρητήρια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν μέσα στις επιλογές μου, μου άρεσε.
Φιλάκια!
Χαίρομαι πολύ, Ελένη μου!
ΔιαγραφήΑυτό το κείμενο το ξεχώρισα και το λάτρεψα... Είχα την αίσθηση ότι ήταν δικό σου και δεν έπεσα έξω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια Αλεξάνδρα μου, τι γραφή!
(Κι αυτό το "Είναι επικίνδυνο να βγάζεις βόλτα τα δάκρυά σου το βράδυ στην πόλη" μου έχει καρφωθεί στο μυαλό...)
Φιλιά πολλά! ♥
Αλήθεια; το μάντεψες; Χάρηκα! Εγώ ακόμα ελάχιστες φορές έχω μαντέψει σωστά... ♥
ΔιαγραφήΑνεξάρτητα από βαθμολογίες πρόκειται για μια πανέμορφη αφήγηση μιας ζωής καταδικασμένης να πνίγεται σε αιώνιο φόβο. Μιας ζωής που της λείπει αυτή η μικρή δρασκελιά που οδηγεί από την παραίτηση στη διεκδίκηση, από την αβεβαιότητα στη λύτρωση, από το σκοτάδι στο φως, από το νεκροφάνεια στη ζωή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο σου Αλεξάνδρα για τη συμμετοχή σου.
Αχ αυτή η μικρή δρασκελιά, Πέτρο... Πόσο δύσκολη κι ακατόρθωτη φαντάζει πολλές φορές. Ο φόβος θολώνει την κρίση, μουδιάζει τη λογική.
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ!
Γνώριμη αυτή η πόλη και το ανεκπλήρωτο "παλάτι" Αλεξάνδρα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΈγδαρες με την κιμωλία σου σ' αυτό το παιχνίδι.
Συγχαρητήρια θερμά!
Να είσαι καλά, Μαρία!
Διαγραφή